σκάλος

σκάλος
ο
σκάλισμα: Λίγες μέρες μετά το φύτεμα του καπνού αρχίζει ο σκάλος. – Πήγαν για σκάλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκάλος — ο, Ν το σκάλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. σκαλίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”